- κουρδιστήρι
- τοειδικό εργαλείο για το κούρδισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρδιστήρι — και κουρντιστήρι, το [κουρδίζω] 1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων 2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο … Dictionary of Greek
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζω (Μ κορδίζω) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται νεοελλ. 1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει,… … Dictionary of Greek
χορδιστήρι(ον) — το, Ν το κουρδιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. ξυπνη τήρι)] … Dictionary of Greek